- εισκελλω
- εἰσκέλλωεἰσ-κέλλω(aor. εἰσέκελσα) причаливать, приставать
(χώραν τινὰ σκάφει Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χώραν τινὰ σκάφει Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εισκέλλω — εἰσκέλλω (Α) αράζω, προσορμίζομαι … Dictionary of Greek
κέλλω — και ὀκέλλω (Α) 1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός 2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά 3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω 4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω 5. κινώ 6. τρέχω… … Dictionary of Greek